Greek Meaning of galvanometric
Γαλβανόμετρο
Other Greek words related to Γαλβανόμετρο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of galvanometric
- galvanometer => γαλβανόμετρο
- galvanology => γαλβανισμός
- galvanologist => Γαλβανολόγος
- galvanography => Γαλβανογραφία
- galvanographic => Γαλβανογραφικός
- galvanograph => Γαλβανογράφος
- galvanoglyphy => Γαλβανογλυφία
- galvanocautery => Ηλεκτροκαυτηριασμός
- galvanocaustic => γαλβανοκαυτηρίαση
- galvanizing => γαλβανισμός
- galvanometry => Γαλβανόμετρο
- galvanoplastic => Γαλβανοπλαστική
- galvanoplasty => Γαλβανοπλαστική
- galvanopuncture => Γαλβανοπαρακέντηση
- galvanoscope => γαλβανόμετρο
- galvanoscopic => γαλβανοσκοπικός
- galvanoscopy => Γαλβανοσκόπιο
- galvanotonus => Galvanotonus
- galvanotropism => γαλβανοτροπισμός
- galveston => Γκάλβεστον
Definitions and Meaning of galvanometric in English
galvanometric (a.)
Of, pertaining to, or measured by, a galvanometer.
FAQs About the word galvanometric
Γαλβανόμετρο
Of, pertaining to, or measured by, a galvanometer.
No synonyms found.
No antonyms found.
galvanometer => γαλβανόμετρο, galvanology => γαλβανισμός, galvanologist => Γαλβανολόγος, galvanography => Γαλβανογραφία, galvanographic => Γαλβανογραφικός,