FAQs About the word gallied

θυμωμένος

Worried; flurried; frightened.

No synonyms found.

No antonyms found.

gallicizing => γαλλοποίηση, gallicized => Γαλλοποιημένος, gallicize => Γαλλοποιήση, gallicism => Γαλλικισμός, gallicanism => γαλλικανισμός,