Greek Meaning of fuel line
Αγωγός καυσίμου
Other Greek words related to Αγωγός καυσίμου
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of fuel line
- fuel level => στάθμη καυσίμου
- fuel injection system => Σύστημα ψεκασμού καυσίμου
- fuel injection => Ψεκασμός καυσίμου
- fuel indicator => Δείκτης καυσίμου
- fuel gauge => Δείκτης καυσίμου
- fuel filter => Φίλτρο καυσίμου
- fuel consumption rate => κατανάλωση καυσίμου
- fuel cell => Κυψέλη καυσίμου
- fuel => καύσιμο
- fuego => φωτιά
- fuel oil => Καύσιμο ντίζελ
- fuel pod => Κάψουλα καυσίμων
- fuel system => Σύστημα καυσίμων
- fuel-air explosive => εκρηκτικό καυσίμου-αέρα
- fueled => τροφοδοτημένο
- fueler => Καυσίμων
- fueling => καύσιμο
- fuentes => πηγές
- fuero => προνόμιο
- fuerzas armadas revolucionarios de colombia => Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας
Definitions and Meaning of fuel line in English
fuel line (n)
a pipe that carries gasoline from a tank to a gasoline engine
FAQs About the word fuel line
Αγωγός καυσίμου
a pipe that carries gasoline from a tank to a gasoline engine
No synonyms found.
No antonyms found.
fuel level => στάθμη καυσίμου, fuel injection system => Σύστημα ψεκασμού καυσίμου, fuel injection => Ψεκασμός καυσίμου, fuel indicator => Δείκτης καυσίμου, fuel gauge => Δείκτης καυσίμου,