FAQs About the word freeloaded

δωρεάν

to impose upon another's generosity or hospitality without sharing in the cost or responsibility involved

ικετεύω,εκμεταλλεύτηκε,σπογγώδης,εκμεταλλευμένος,βδέλλα,χρησιμοποιημένο

No antonyms found.

freeheartedly => ελεύθερα, freehandedly => άνετα, free-floating => ελεύθερα αιωρούμενο, free-fell => Ελεύθερη πτώση, free-falls => ελεύθερη πτώση,