Greek Meaning of freedom of religion
Θρησκευτική ελευθερία
Other Greek words related to Θρησκευτική ελευθερία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of freedom of religion
- freedom of assembly => Ελευθερία συνέλευσης
- freedom from self-incrimination => Απαλλαγή από αυτοενοχή
- freedom from search and seizure => Απαλλαγή από έρευνες και κατασχέσεις
- freedom from involuntary servitude => ελευθερία από ακούσια υπηρεσία
- freedom from double jeopardy => Απαγόρευση διπλού κινδύνου
- freedom from discrimination => ελευθερία από τις διακρίσεις
- freedom from cruel and unusual punishment => Προστασία από σκληρές και ασυνήθιστες τιμωρίες
- freedom fighter => αγωνιστής για την ελευθερία
- freedom => ελευθερία
- freedmen => απελεύθεροι
- freedom of speech => ελευθερία του λόγου
- freedom of the press => ελευθερία του τύπου
- freedom of the seas => Ελευθερία των θαλασσών
- freedom of thought => Ελευθερία σκέψης
- freedom party => Κόμμα Ελευθερίας
- freedom rider => Αγωνιστές για την ελευθερία
- freedom to bear arms => Ελευθερία οπλοφορίας
- freedstool => τουαλέτα
- freedwoman => Απελευθερωμένη γυναίκα
- free-enterprise => ελεύθερη επιχείρηση
Definitions and Meaning of freedom of religion in English
freedom of religion (n)
a civil right guaranteed by the First Amendment to the US Constitution
FAQs About the word freedom of religion
Θρησκευτική ελευθερία
a civil right guaranteed by the First Amendment to the US Constitution
No synonyms found.
No antonyms found.
freedom of assembly => Ελευθερία συνέλευσης, freedom from self-incrimination => Απαλλαγή από αυτοενοχή, freedom from search and seizure => Απαλλαγή από έρευνες και κατασχέσεις, freedom from involuntary servitude => ελευθερία από ακούσια υπηρεσία, freedom from double jeopardy => Απαγόρευση διπλού κινδύνου,