FAQs About the word forager

τροφοσυλλέκτης

someone who hunts for food and provisionsOne who forages.

βόσκω,βοσκότοπος,Περιήγηση,τρώω,ταΐζω,μπουκιά,Υπερβόσκηση,εύρος,Θρόισμα,απόθεμα

κρύβω,χάσει,αμέλεια

foraged => βρέθηκε, forage => ζωοτροφή, fora => αμέσως, for the time being => προς το παρόν, for the most part => κατά το πλείστον,