Greek Meaning of finno-ugric-speaking
φιννοουγγρικός
Other Greek words related to φιννοουγγρικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of finno-ugric-speaking
- finno-ugric => φιννοουγρικό
- finno-ugrian => Φιννοουγγρική
- finnish monetary unit => Φινλανδική νομισματική μονάδα
- finnish mark => Φινλανδικό μάρκο
- finnish capital => Φινλανδική πρωτεύουσα
- finnish => φινλανδικό
- finning => Αποπτερύγιο
- finnikin => επιλεκτικός, σχολαστικός
- finnic => φινλανδικός
- finner => Φίννερ
Definitions and Meaning of finno-ugric-speaking in English
finno-ugric-speaking (s)
able to communicate in a Finno-Ugric language
FAQs About the word finno-ugric-speaking
φιννοουγγρικός
able to communicate in a Finno-Ugric language
No synonyms found.
No antonyms found.
finno-ugric => φιννοουγρικό, finno-ugrian => Φιννοουγγρική, finnish monetary unit => Φινλανδική νομισματική μονάδα, finnish mark => Φινλανδικό μάρκο, finnish capital => Φινλανδική πρωτεύουσα,