Greek Meaning of female mammal
Θηλαστικό θηλυκό
Other Greek words related to Θηλαστικό θηλυκό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of female mammal
- female internal reproductive organ => Εσωτερικά γυναικεία αναπαραγωγικά όργανα
- female horse => Θηλυκό άλογο
- female fern => Φτέρη η θήλεια, Αδιαντον
- female child => κορίτσι
- female bonding => Γυναικείος δεσμός
- female body => Γυναικείο σώμα
- female aristocrat => Αριστοκράτισσα
- female => θηλυκό
- fema => FEMA
- felwort => Γεντιανή η πικρή
- female monarch => βασίλισσα
- female offspring => θηλυκό απόγονος
- female parent => Γονέας θηλυκού
- female person => γυναίκα
- female reproductive system => Γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα
- female rhymes => Θηλυκοί ομοιοκατάληκτοι
- female sibling => Αδερφή
- femaleness => θηλυκότητα
- femalize => θηλυκοποιώ
- feme => γυναίκα
Definitions and Meaning of female mammal in English
female mammal (n)
animals that nourish their young with milk
FAQs About the word female mammal
Θηλαστικό θηλυκό
animals that nourish their young with milk
No synonyms found.
No antonyms found.
female internal reproductive organ => Εσωτερικά γυναικεία αναπαραγωγικά όργανα, female horse => Θηλυκό άλογο, female fern => Φτέρη η θήλεια, Αδιαντον, female child => κορίτσι, female bonding => Γυναικείος δεσμός,