Greek Meaning of erythematic
ερυθηματώδης
Other Greek words related to ερυθηματώδης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of erythematic
- erythema solare => Ηλιακό έγκαυμα
- erythema nodosum leprosum => Ερύθημα δακτυλιοειδές του λέπρα
- erythema nodosum => Ερύθημα οζώδες
- erythema multiforme => Ερύθημα πολυμορφικό
- erythema => ερύθημα
- erysiphe => Αλ粉ι
- erysiphales => Υμένιοι
- erysiphaceae => Ερισίφηδες
- erysipelous => Ερυσίπελας
- erysipelatous => ερυσίπελας
- erythematous => ερυθηματώδης
- erythraean => ερυθραιός
- erythrean => Ερυthraίος
- erythric => ερυθροκυτταρικό
- erythrin => Ερυθρίνη
- erythrina => Ερυθρίνα
- erythrina caffra => Erythrina caffra
- erythrina corallodendrum => Κοραλλοδέντρο
- erythrina crista-galli => Ερυθρόδενδρο
- erythrina indica => Erythrina indica
Definitions and Meaning of erythematic in English
erythematic (a.)
Characterized by, or causing, a morbid redness of the skin; relating to erythema.
FAQs About the word erythematic
ερυθηματώδης
Characterized by, or causing, a morbid redness of the skin; relating to erythema.
No synonyms found.
No antonyms found.
erythema solare => Ηλιακό έγκαυμα, erythema nodosum leprosum => Ερύθημα δακτυλιοειδές του λέπρα, erythema nodosum => Ερύθημα οζώδες, erythema multiforme => Ερύθημα πολυμορφικό, erythema => ερύθημα,