Greek Meaning of epileptical
επιληπτικός
Other Greek words related to επιληπτικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of epileptical
- epileptic seizure => επιληπτική κρίση
- epileptic => επιληπτικό
- epilepsy => επιληψία
- epilepsia minor => Μικρή επιληψία
- epilepsia major => επιληψία major
- epilator => Αποτριχωτική συσκευή
- epilation => αποτρίχωση
- epilating wax => Κερί αποτρίχωσης
- epilate => αποτρίχωση
- epilachna varivestis => Epilachna varivestis
- epileptiform => επιληπτικός
- epileptogenous => επιληπτογόνος
- epileptoid => επιληπτοειδής
- epilithic => Επιλιθικός
- epilobium => Επιλόβιο
- epilobium angustifolium => Αποπλήκτωση
- epilobium canum canum => Επιλόβιο το φαρμακευτικό
- epilobium hirsutum => Επιλόβιο το δασύτριχο
- epilog => Επίλογος
- epilogation => επίλογος
Definitions and Meaning of epileptical in English
epileptical (a.)
Epileptic.
FAQs About the word epileptical
επιληπτικός
Epileptic.
No synonyms found.
No antonyms found.
epileptic seizure => επιληπτική κρίση, epileptic => επιληπτικό, epilepsy => επιληψία, epilepsia minor => Μικρή επιληψία, epilepsia major => επιληψία major,