Greek Meaning of epidermose
Επιδερμίδα
Other Greek words related to Επιδερμίδα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of epidermose
- epidiascope => Επισκόπιο
- epidictic => επιδεικτικός
- epidictical => επιδεικτικός
- epididymis => επιδιδυμίδα
- epididymitis => Επιδιδυμίτιδα
- epidote => Επίδοτος
- epidotic => επίδοτος
- epidural => επισκληρίδιος αναισθησία
- epidural anaesthesia => Επισκληρίδιος αναισθησία
- epidural anesthesia => επισκληρίδιος αναισθησία
Definitions and Meaning of epidermose in English
epidermose (n.)
Keratin.
FAQs About the word epidermose
Επιδερμίδα
Keratin.
No synonyms found.
No antonyms found.
epidermoid => Επιδερμοειδής, epidermis => Επιδερμίδα, epidermidal => επιδερμικός, epidermical => επιδερμικός, epidermic => επιδερμικός,