Greek Meaning of enterostomy
Εντεροστομία
Other Greek words related to Εντεροστομία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of enterostomy
- enterostenosis => Στένωση εντέρου
- enterorrhaphy => Εντερορραφή
- enteroptosis => Εντερόπτωση
- enteropneusta => Εντεροπνεύστες
- enteropathy => Εντεροπάθεια
- enteron => έντερο
- enterology => Γαστρεντερολογία
- enterolobium cyclocarpa => Εντερολόβιο το κυκλόκαρπο
- enterolobium => Εντερολόβιο
- enterolithiasis => Εντερολιθίαση
Definitions and Meaning of enterostomy in English
enterostomy (n)
surgical operation that creates a permanent opening through the abdominal wall into the intestine
FAQs About the word enterostomy
Εντεροστομία
surgical operation that creates a permanent opening through the abdominal wall into the intestine
No synonyms found.
No antonyms found.
enterostenosis => Στένωση εντέρου, enterorrhaphy => Εντερορραφή, enteroptosis => Εντερόπτωση, enteropneusta => Εντεροπνεύστες, enteropathy => Εντεροπάθεια,