Greek Meaning of empight
ορθωμένη
Other Greek words related to ορθωμένη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of empight
- empierce => Διαπερνάω
- emphyteuticary => ἐπιγειοσάξων
- emphyteutic => εμπίτευση
- emphyteusis => Εμφύτευση
- emphysematous phlegmon => Εμφυσηματώδες φλέγμα
- emphysematous gangrene => Εμφυσωματική γάγγραινα
- emphysematous => εμφυσώδης
- emphysema => Εμφύσημα
- emphrensy => Δεν υπάρχει ισοδύναμο
- emphractic => στάση
- empire => αυτοκρατορία
- empire day => Ημέρα Αυτοκρατορίας
- empire state => Εμπάιαρ Στέιτ
- empire state building => Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ
- empire state of the south => Νότια Αυτοκρατορία
- empire state of the west => Η αυτοκρατορία της δύσης
- empiric => εμπειρικός
- empirical => εμπειρικός
- empirical formula => Εμπειρικός τύπος
- empirical research => εμπειρική έρευνα
Definitions and Meaning of empight in English
empight (a.)
Fixed; settled; fastened.
FAQs About the word empight
ορθωμένη
Fixed; settled; fastened.
No synonyms found.
No antonyms found.
empierce => Διαπερνάω, emphyteuticary => ἐπιγειοσάξων, emphyteutic => εμπίτευση, emphyteusis => Εμφύτευση, emphysematous phlegmon => Εμφυσηματώδες φλέγμα,