FAQs About the word elenchize

ελέγχω

To dispute.

No synonyms found.

No antonyms found.

elenchically => διαλεκτικά, elenchical => ελεγκτικός, elench => εξαπάτηση, elemin => στοιχείο, elemi, figs => Ελεμί, σύκα,