Greek Meaning of electrolytical
ηλεκτρολυτικός
Other Greek words related to ηλεκτρολυτικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of electrolytical
- electrolytic condenser => Ηλεκτρολυτικός πυκνωτής
- electrolytic cell => Ηλεκτρολυτική κυψέλη
- electrolytic capacitor => Ηλεκτρολυτικός πυκνωτής
- electrolytic => ηλεκτρολυτικός
- electrolyte balance => Ηλεκτρολυτική ισορροπία
- electrolyte acid => Ηλεκτρολυτικός οξύ
- electrolyte => Ηλεκτρολύτης
- electrolysis => ηλεκτρόλυση
- electrology => Ηλεκτρολογία
- electrologist => Ηλεκτρολόγος
- electrolyzable => Ηλεκτρολυτικός/-ή/-ό
- electrolyzation => Ηλεκτρόλυση
- electrolyze => Ηλεκτρόλυση
- electrolyzed => ηλεκτρολυμένο
- electrolyzing => Ηλεκτρόλυση
- electromagnet => Ηλεκτρομαγνήτης
- electro-magnet => Ηλεκτρομαγνήτης
- electromagnetic => ηλεκτρομαγνητικός
- electro-magnetic => Ηλεκτρομαγνητικός
- electromagnetic delay line => Ηλεκτρομαγνητική γραμμή καθυστέρησης
Definitions and Meaning of electrolytical in English
electrolytical (a.)
Pertaining to electrolysis; as, electrolytic action.
FAQs About the word electrolytical
ηλεκτρολυτικός
Pertaining to electrolysis; as, electrolytic action.
No synonyms found.
No antonyms found.
electrolytic condenser => Ηλεκτρολυτικός πυκνωτής, electrolytic cell => Ηλεκτρολυτική κυψέλη, electrolytic capacitor => Ηλεκτρολυτικός πυκνωτής, electrolytic => ηλεκτρολυτικός, electrolyte balance => Ηλεκτρολυτική ισορροπία,