Greek Meaning of electrography
Ηλεκτρογραφία
Other Greek words related to Ηλεκτρογραφία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of electrography
- electrographic => Ηλεκτρογραφικό
- electrograph => ηλεκτρογράφος
- electro-gilt => Ηλεκτροχρύσωμα
- electro-gilding => Ηλεκτροεπιμετάλλωση
- electrogeny => ηλεκτρογεννία
- electrogenic => ηλεκτρογενής
- electrogenesis => Ηλεκτρογένεση
- electro-etching => Ηλεκτρο-χάραξη
- electro-engraving => Ηλεκτροχάραξη
- electroencephalographic => Ηλεκτροεγκεφαλογραφικός
- electro-kinetic => ηλεκτροκινητικός
- electro-kinetics => Ηλεκτροκινητική
- electrolier => Πολυέλαιος
- electrologist => Ηλεκτρολόγος
- electrology => Ηλεκτρολογία
- electrolysis => ηλεκτρόλυση
- electrolyte => Ηλεκτρολύτης
- electrolyte acid => Ηλεκτρολυτικός οξύ
- electrolyte balance => Ηλεκτρολυτική ισορροπία
- electrolytic => ηλεκτρολυτικός
Definitions and Meaning of electrography in English
electrography (n.)
The art or process of making electrographs or using an electrograph.
= Galvanography.
FAQs About the word electrography
Ηλεκτρογραφία
The art or process of making electrographs or using an electrograph., = Galvanography.
No synonyms found.
No antonyms found.
electrographic => Ηλεκτρογραφικό, electrograph => ηλεκτρογράφος, electro-gilt => Ηλεκτροχρύσωμα, electro-gilding => Ηλεκτροεπιμετάλλωση, electrogeny => ηλεκτρογεννία,