Greek Meaning of electrical shock
Ηλεκτροπληξία
Other Greek words related to Ηλεκτροπληξία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of electrical shock
- electrical resistance => Ηλεκτρική αντίσταση
- electrical relay => Ηλεκτρικός ρελές
- electrical power => Ηλεκτρικό ρεύμα
- electrical plant => Ηλεκτρικός σταθμός
- electrical phenomenon => ηλεκτρικό φαινόμενο
- electrical outlet => πρίζα
- electrical line of force => Ηλεκτρική γραμμή δύναμης
- electrical healing => Ηλεκτρική θεραπεία
- electrical fuse => Ηλεκτρική ασφάλεια
- electrical engineering => Ηλεκτρολογία
- electrical shunt => Ηλεκτρική παράκαμψη
- electrical skin response => ηλεκτροδερμική ανταπόκριση
- electrical storm => Καταιγίδα
- electrical switch => Ηλεκτρικός διακόπτης
- electrical system => ηλεκτρικό σύστημα
- electrical work => Ηλεκτρολογικές Εργασίες
- electrically => ηλεκτρικά
- electricalness => ηλεκτρισμός
- electric-arc furnace => ηλεκτρικός καμίνου με τόξο
- electric-discharge lamp => Ηλεκτρολυτική λάμπα εκκένωσης
Definitions and Meaning of electrical shock in English
electrical shock (n)
a reflex response to the passage of electric current through the body
FAQs About the word electrical shock
Ηλεκτροπληξία
a reflex response to the passage of electric current through the body
No synonyms found.
No antonyms found.
electrical resistance => Ηλεκτρική αντίσταση, electrical relay => Ηλεκτρικός ρελές, electrical power => Ηλεκτρικό ρεύμα, electrical plant => Ηλεκτρικός σταθμός, electrical phenomenon => ηλεκτρικό φαινόμενο,