Greek Meaning of electric receptacle
Πρίζα
Other Greek words related to Πρίζα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of electric receptacle
- electric razor => Ηλεκτρική ξυριστική μηχανή
- electric ray => Νάρκη
- electric range => Ηλεκτρική κουζίνα
- electric power => Ηλεκτρική ενέργεια
- electric potential => Ηλεκτρικό δυναμικό
- electric pig => Ηλεκτρικό χοιρίδιο
- electric outlet => πρίζα
- electric organ => ηλεκτρικό όργανο
- electric motor => Ηλεκτροκινητήρας
- electric mixer => ηλεκτρικός αναδευτήρας
- electric refrigerator => ηλεκτρικό ψυγείο
- electric resistance => Ηλεκτρική αντίσταση
- electric sander => Ηλεκτρική μηχανή λείανσης
- electric shaver => Ηλεκτρική ξυριστική μηχανή
- electric shock => Ηλεκτροπληξία
- electric socket => Πρίζα
- electric storm => Ηλεκτρική καταιγίδα
- electric switch => Διακόπτης
- electric thermometer => Ηλεκτρικό θερμόμετρο
- electric toothbrush => Ηλεκτρική οδοντόβουρτσα
Definitions and Meaning of electric receptacle in English
electric receptacle (n)
receptacle providing a place in a wiring system where current can be taken to run electrical devices
FAQs About the word electric receptacle
Πρίζα
receptacle providing a place in a wiring system where current can be taken to run electrical devices
No synonyms found.
No antonyms found.
electric razor => Ηλεκτρική ξυριστική μηχανή, electric ray => Νάρκη, electric range => Ηλεκτρική κουζίνα, electric power => Ηλεκτρική ενέργεια, electric potential => Ηλεκτρικό δυναμικό,