Greek Meaning of elding
γήρανση
Other Greek words related to γήρανση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of elding
- eldorado => Ελ Ντοράντο
- eldritch => ανατριχιαστικός
- eleanor gwyn => Έλενα Γκουίν
- eleanor gwynn => Ελεονώρα Γκουίν
- eleanor gwynne => Έλεανορ Γκουίν
- eleanor of aquitaine => Ελεονώρα της Ακουιτανίας
- eleanor roosevelt => Ελεανόρ Ρούσβελτ
- eleatic => ελεατικός
- eleaticism => ελεατισμός
- elecampane => Ελένιο, Ελεκαμπάνη
Definitions and Meaning of elding in English
elding (n.)
Fuel.
FAQs About the word elding
γήρανση
Fuel.
No synonyms found.
No antonyms found.
eldest hand => παλαιότερο χέρι, eldest => μεγαλύτερος, elderwort => σαμπούκος, eldership => Πρεσβυτέριο, eldern => σαμπούκος,