Greek Meaning of e-commerce
ηλεκτρονικό εμπόριο
Other Greek words related to ηλεκτρονικό εμπόριο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of e-commerce
- ecology => οικολογία
- ecologist => Οικολόγος
- ecologically => οικολογικά
- ecological warfare => Οικολογικός πόλεμος
- ecological terrorism => Οικοτρομοκρατία
- ecological succession => Οικολογική διαδοχή
- ecological niche => οικολογική θέση
- ecological => οικολογικός
- ecologic => Οικολογικός
- ecobabble => οικο-αηδίες
- econometric => Οικονομετρικός
- econometrician => οικονομέτρης
- econometrics => Οικονομετρία
- econometrist => οικονομετρητής
- economic => οικονομικός
- economic aid => οικονομική βοήθεια
- economic and social council => Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο
- economic and social council commission => Επιτροπή Οικονομικών και Κοινωνικών Συμβουλίου
- economic assistance => οικονομική ενίσχυση
- economic commission for africa => Οικονομική Επιτροπή για την Αφρική
Definitions and Meaning of e-commerce in English
e-commerce (n)
commerce conducted electronically (as on the internet)
FAQs About the word e-commerce
ηλεκτρονικό εμπόριο
commerce conducted electronically (as on the internet)
No synonyms found.
No antonyms found.
ecology => οικολογία, ecologist => Οικολόγος, ecologically => οικολογικά, ecological warfare => Οικολογικός πόλεμος, ecological terrorism => Οικοτρομοκρατία,