FAQs About the word dryad

Δρυάδα

a deity or nymph of the woodsA wood nymph; a nymph whose life was bound up with that of her tree.

Αμαδρυάδα,γοργόνα,νύμφη,Ναϊάδα,Ορειάδες,Νύμφη του δάσους,Νηρηίδα,Ωκεανίδα,Γοργόνα,Γοργόνα

No antonyms found.

dry wash => Στεγνό καθάρισμα, dry walling => Γυψοσανίδα, dry wall => Γυψοσανίδα, dry vermouth => Ξηρό βερμούτ, dry up => στεγνώνω,