FAQs About the word doxy

ντόξι

a woman who cohabits with an important manA loose wench; a disreputable sweetheart.

πόρνη,Πόρνη,Ιεζάβελ,αλεπού,αλήτης,υπηρέτρια,Τηγανητές πατάτες,πατάτες τηγανητές,Κυρία,

No antonyms found.

doxorubicin => δοξορουβικίνη, doxology => δοξολογία, doxologizing => δοξολογῶντας, doxologized => Δοξολογημένος, doxologize => δοξολογίζω,