FAQs About the word disprivilege

στέρηση

To deprive of a privilege or privileges.

No synonyms found.

No antonyms found.

disprison => περιφρόνηση, disprince => disprince, disprepare => απροετοίμαστος, disprejudice => Απομάκρυνση προκατάληψης, dispreader => διασπειστήρας,