FAQs About the word dippers

Ποταμοτσικλιτάρες

a Baptist denomination founded in 1708 by Americans of German descent; opposed to military service and taking legal oaths; practiced trine immersion

κουτάλια,κουτάλες,κουτάλες,skimmers,Κουταλιές της σούπας,κουταλάκια του τσαγιού

No antonyms found.

dipper => Κουτάλα, dippel's oil => Λάδι Dippel, dipped => βουτηγμένο, dipole moment => Δίπολη ροπή, dipole molecule => Δίπολο μόριο,