FAQs About the word dinks

Definition not available

nitwit, jerk, nerd, a member of such a couple, dinghy, a couple with two incomes and no children, drop shot

φρικιά,σπασίκλες,Βιβλιοφάγοι,εγκέφαλοι,τζίνι,ιδιοφυΐες,αλέθει,διανοούμενοι,διανοούμενοι,μελετητές

οi τεμπέληδες,κακόγουστοι

dining out => να τρώει έξω, dingus => Ντίγγους, dingles => Λακκούβες, dinghies => φουσκωτά, ding-dongs => Ντινγκ-ντονγκ,