Greek Meaning of didst

παρελθόντας του ρήματος κάνω (2ο ενικό πρόσωπο)

Other Greek words related to παρελθόντας του ρήματος κάνω (2ο ενικό πρόσωπο)

No Synonyms and anytonyms found

Definitions and Meaning of didst in English

Webster

didst ()

the 2d pers. sing. imp. of Do.

FAQs About the word didst

παρελθόντας του ρήματος κάνω (2ο ενικό πρόσωπο)

the 2d pers. sing. imp. of Do.

No synonyms found.

No antonyms found.

didrikson => Ντιντρίκσον, didrachma => δίδραχμον, didrachm => δίδραχμον, didos => didos, didonia => Διδώ,