Greek Meaning of desegregate
Αποδιαχωρισμός
Other Greek words related to Αποδιαχωρισμός
Nearest Words of desegregate
- desegregation => Απο-σεγρεγκασιονισμός
- desensitisation => απευαισθητοποίηση
- desensitisation procedure => διαδικασία αποευαισθητοποίησης
- desensitisation technique => Τεχνική αποευαισθητοποίησης
- desensitise => desensibilisieren
- desensitising => desensibilizantes
- desensitization => απευαισθητοποίηση
- desensitization procedure => Διαδικασία απευαισθητοποίησης
- desensitization technique => Τεχνική απευαισθητοποίησης
- desensitize => αποευαισθητοποιώ
Definitions and Meaning of desegregate in English
desegregate (v)
open (a place) to members of all races and ethnic groups
FAQs About the word desegregate
Αποδιαχωρισμός
open (a place) to members of all races and ethnic groups
ενσωματώνω,αφομοιωθεί,συνδέω,ενταχθούν,απελευθερώνω,επανένταξη,ενωθείτε,συνεργάτης,εκφόρτιση,δωρεάν
αποκόβω,Μονώνω,απομονώνω,Διαχωρίζει,ξεχωριστό,περιορίζω,φυλακή,Αναχαιτίζω,περιορίζω,απομονώνω
desegrated => Αποδιαχωρισμένο, desegmentation => αποσπασματικοποίηση, desecrator => Βεβηλωτής, desecration => βεβήλωση, desecrating => βεβήλωση,