Greek Meaning of dental implant
Οδοντικό εμφύτευμα
Other Greek words related to Οδοντικό εμφύτευμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of dental implant
- dental hygienist => Ειδικός οδοντικής υγιεινής
- dental gold => Οδοντιατρικός χρυσός
- dental floss => Οδοντικό νήμα
- dental consonant => Οδοντικό σύμφωνο
- dental caries => τερηδόνα
- dental care => Φροντίδα δοντιών
- dental assistant => Οδοντιατρικός βοηθός
- dental appliance => οδοντιατρική συσκευή
- dental anatomy => Ανατομία δοντιών
- dental amalgam => Οδοντικό αμάλγαμα
- dental medicine => Οδοντιατρική
- dental orthopaedics => Ορθοδοντική.
- dental orthopedics => Ορθοδοντική
- dental plaque => οδοντική πλάκα
- dental plate => Οδοντοστοιχία
- dental practice => Οδοντιατρείο
- dental practitioner => Οδοντίατρος
- dental procedure => Οδοντιατρική πράξη
- dental school => οδοντιατρική σχολή
- dental surgeon => οδοντίατρος
Definitions and Meaning of dental implant in English
dental implant (n)
an implant that replaces a natural tooth
FAQs About the word dental implant
Οδοντικό εμφύτευμα
an implant that replaces a natural tooth
No synonyms found.
No antonyms found.
dental hygienist => Ειδικός οδοντικής υγιεινής, dental gold => Οδοντιατρικός χρυσός, dental floss => Οδοντικό νήμα, dental consonant => Οδοντικό σύμφωνο, dental caries => τερηδόνα,