FAQs About the word dental implant

Οδοντικό εμφύτευμα

an implant that replaces a natural tooth

No synonyms found.

No antonyms found.

dental hygienist => Ειδικός οδοντικής υγιεινής, dental gold => Οδοντιατρικός χρυσός, dental floss => Οδοντικό νήμα, dental consonant => Οδοντικό σύμφωνο, dental caries => τερηδόνα,