Greek Meaning of denaturant
αποφυσικωτικό
Other Greek words related to αποφυσικωτικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of denaturant
- denaturalizing => αποεθνικοποιών
- denaturalized => απονευρωμένο
- denaturalize => απονατουραλίζω
- denaturalise => αποέραξη
- denationalizing => αποεθνικοποίηση
- denationalized => αποεθνικοποιήθηκε
- denationalize => Αποκρατικοποιώ
- denationalization => αποεθνικοποίηση
- denationalise => Αποκρατικοποιώ
- denationalisation => Αποεθνικοποίηση
Definitions and Meaning of denaturant in English
denaturant (n)
any substance that serves as a denaturing agent
FAQs About the word denaturant
αποφυσικωτικό
any substance that serves as a denaturing agent
No synonyms found.
No antonyms found.
denaturalizing => αποεθνικοποιών, denaturalized => απονευρωμένο, denaturalize => απονατουραλίζω, denaturalise => αποέραξη, denationalizing => αποεθνικοποίηση,