FAQs About the word degravation

εξευτελισμος

The act of making heavy.

No synonyms found.

No antonyms found.

degras => Ντεγκράσι, degradingly => εξευτελιστικά, degrading => εξευτελιστικός, degrader => υποβαθμιστής, degradement => υποβάθμιση,