FAQs About the word defatigate

Εξαντλημένος

To weary or tire out; to fatigue.

No synonyms found.

No antonyms found.

defatigable => ανεξάντλητος, defat => Απολίπανση, defang => αφαίρεση τοξικών ουσιών, defamous => δυσφημικός, defamingly => δυσφημιστικά,