Greek Meaning of cytosol
Κυτοσόλη
Other Greek words related to Κυτοσόλη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cytosol
- cytosmear => Κυτταρολογική εξέταση
- cytoskeleton => Kυτόσκελετος
- cytosine => Κυτοσίνη
- cytoplastic => Κυτοπλασματικός
- cytoplast => Κυτταρόπλασμα
- cytoplasmically => Κυτταροπλασματικά
- cytoplasmic => κυτταροπλασματικός
- cytoplasmatic => κυτοπλασματικός
- cytoplasm => Κυτταρόπλασμα
- cytophotometry => Κυττοφωτομετρία
- cytostome => κυτόστομο
- cytotoxic => κυτταροτοξικό
- cytotoxic drug => Κυτταροτοξικό φάρμακο
- cytotoxic t cell => Κυτταροτοξικό Τ κύτταρο
- cytotoxicity => Κυτταροτοξικότητα
- cytotoxin => Κυτοτοξίνη
- czar => τσάρος
- czar alexander i => τσάρος Αλέξανδρος Α'
- czar alexander ii => Τσάρος Αλέξανδρος Β'
- czar alexander iii => Τσάρος Αλέξανδρος Γ'
Definitions and Meaning of cytosol in English
cytosol (n)
the aqueous part of the cytoplasm within which various particles and organelles are suspended
FAQs About the word cytosol
Κυτοσόλη
the aqueous part of the cytoplasm within which various particles and organelles are suspended
No synonyms found.
No antonyms found.
cytosmear => Κυτταρολογική εξέταση, cytoskeleton => Kυτόσκελετος, cytosine => Κυτοσίνη, cytoplastic => Κυτοπλασματικός, cytoplast => Κυτταρόπλασμα,