FAQs About the word curly-grained

Σγουρός

of timber; having fibers running irregularly rather than in parallel

No synonyms found.

No antonyms found.

curlycup gumweed => Εριογόνον το κιτρινό, curly-coated retriever => Γκόλντεν ριτρίβερ με σγουρό τρίχωμα, curly-coated => Σγουρά μαλλιά, curly pondweed => ποτάμιον το σγουρό, curly grass fern => Σγουρό χορτάρι φτέρη,