FAQs About the word cotton gin

βαμβακοαποφλοιωτικό

a machine that separates the seeds from raw cotton fibers

No synonyms found.

No antonyms found.

cotton flannel => Βαμβακερό φανελένιο, cotton fiber => ίνα βαμβακιού, cotton candy => Μαλλί της γριάς, cotton cake => Αγελαδινό γάλα, cotton bollworm => Το σκουλήκι του βαμβακιού,