Greek Meaning of corundum
Κορούνδιο
Other Greek words related to Κορούνδιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of corundum
- corundom => Κορούνδιο
- cortone acetate => οξικό άλας κορτόνης
- cortland => Κόρτλαντ
- cortisone => κορτιζόνη
- cortisol => κορτιζόλη
- cortinarius violaceus => Κορινάριος ο ιώδης
- cortinarius subfoetidus => Κορτινάριος ο υποδυσώδης
- cortinarius semisanguineus => Cortinarius semisanguineus
- cortinarius mutabilis => Κορτινάριος ο μεταβλητός
- cortinarius gentilis => Κορτινάριος ο ευγενής
Definitions and Meaning of corundum in English
corundum (n)
very hard mineral used as an abrasive
FAQs About the word corundum
Κορούνδιο
very hard mineral used as an abrasive
No synonyms found.
No antonyms found.
corundom => Κορούνδιο, cortone acetate => οξικό άλας κορτόνης, cortland => Κόρτλαντ, cortisone => κορτιζόνη, cortisol => κορτιζόλη,