Greek Meaning of coronal suture
Στεφανιαίο ράμμα
Other Greek words related to Στεφανιαίο ράμμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of coronal suture
- coronary => στεφανιαίος
- coronary artery => στεφανιαία αρτηρία
- coronary artery bypass graft => Εγχείρηση στεφανιαίας παράκαμψης
- coronary artery disease => Στεφανιαία νόσος
- coronary bone => στεφανιαίο οστούν
- coronary bypass => Εγχειρηση στεφανιαίου εκκενωτηρος
- coronary bypass surgery => Στεφανιαία παράκαμψη
- coronary care unit => Μονάδα εντατικής θεραπείας καρδιολογικών παθήσεων
- coronary cushion => Στεφανιαίο προσκέφαλο
- coronary failure => στεφανιακή ανεπάρκεια
Definitions and Meaning of coronal suture in English
coronal suture (n)
the suture between the parietal and frontal bones of the skull
FAQs About the word coronal suture
Στεφανιαίο ράμμα
the suture between the parietal and frontal bones of the skull
No synonyms found.
No antonyms found.
coronal => στεφανιαίος, coronach => Κορώνα, corona discharge => Αποφόρτιση κορώνας, corona borealis => Βόρειος Στέφανος, corona => Κορονοϊός,