FAQs About the word cornstalk

καλαμπόκι

the stalk of a corn plant

No synonyms found.

No antonyms found.

cornsmut => Καπνιά του καλαμποκιού, cornsilk => Αραβοσίτικες τρίχες, cornpone => Κορνπόνε, cornmeal mush => Αλεύρι καλαμποκιού, cornmeal => αλεύρι καλαμποκιού,