Greek Meaning of confutes

Επιχειρηματολογεί εναντίον

Other Greek words related to Επιχειρηματολογεί εναντίον

Definitions and Meaning of confutes in English

confutes

confound, to overwhelm in argument

FAQs About the word confutes

Επιχειρηματολογεί εναντίον

confound, to overwhelm in argument

διαψεύδει,αναιρεί,προκλήσεις,συγχέει,διαψεύδει,δυσφημεί,συζητά,διαψεύδει,παραποιεί,αντικρούει

επιβεβαιώνει,ιδρύει,αποδεικτικά στοιχεία,Εμφανίζει,υποστηρίζει,επικυρώνει,επαληθεύει,μάρτυρες,πιστοποιεί,επιβεβαιώνει

confuted => έλεγξε, confusions => Οι συγχύσεις, confuses => μπερδεύει, confronts => αντιμετωπίζει, confronting => αντιπαράθεση,