FAQs About the word cognominal

Συνώνυμος

Of or pertaining to a cognomen; of the nature of a surname., One bearing the same name; a namesake.

επίθετο,ψευδώνυμο,ψευδώνυμο,επώνυμο,alias,με το όνομα,παρατσούκλι,ψευδώνυμο,παρατσούκλι,ψευδώνυμο

No antonyms found.

cognomen => επώνυμο, cognizor => γνωστικός, cognizee => αποδέκτης, cognize => αναγνωρίζω, cognizant => συνειδητός,