FAQs About the word cockloft

πατάρι

a small loft or garretAn upper loft; a garret; the highest room in a building.

σοφίτα,σοφίτα,σοφίτα

No antonyms found.

cockling => συλλογή πτερυγίων, cockleshell => κοχύλι, cockler => Συλλέκτης αχιβάδων, cockled => κυρτός, cockle-burr => καλέντουλα,