Greek Meaning of cocculus
Κόκκολος
Other Greek words related to Κόκκολος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cocculus
- cocculus carolinus => Κόκκολος ο καρολινικός
- cocculus indicus => Κόκκος ο ινδικός
- coccus => Κόκκοι
- coccus hesperidum => Κοκκοειδή
- coccygeal => του ιερού οστού
- coccygeal nerve => Κοκκυγικός νεύρο
- coccygeal plexus => Κοκκυγικό πλέγμα
- coccygeal vertebra => Κοκκυγοειδής σπόνδυλος
- coccygeous => κοκκυγικός
- coccyges => Κόκκυξ
Definitions and Meaning of cocculus in English
cocculus (n)
climbing plants or shrubs
FAQs About the word cocculus
Κόκκολος
climbing plants or shrubs
No synonyms found.
No antonyms found.
coccothraustes coccothraustes => Σταυρομύτης, coccothraustes => Κυανόφτερος σπίζα, coccosteus => Κοκκόστεος, coccosphere => Κοκκοσφαίρα, coccolith => Κοκκόλιθος,