Greek Meaning of close-barred
Κλειστό
Other Greek words related to Κλειστό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of close-barred
- close-banded => Στενόζωνος
- close up => κοντινό πλάνο
- close together => κοντά ο ένας στον άλλο
- close to the wind => κοντά στον άνεμο
- close to => κοντά στο
- close supporting fire => Κοντινό υποστηρικτικό πυρ
- close support => στενή υποστήριξη
- close shave => Τρίχα από την γάτα
- close set => κλειστά
- close quarters => Από κοντά
- close-bodied => Στενό
- closed => Κλειστό
- closed book => κλειστό βιβλίο
- closed chain => Κλειστή αλυσίδα
- closed circuit => Κλειστό κύκλωμα
- closed corporation => Κλειστή ανώνυμη εταιρεία
- closed couplet => Κλειστό ζευγάρι
- closed curve => Κλειστή καμπύλη
- closed fracture => Κλειστό κάταγμα
- closed gentian => κλειστό εντεριώδες
Definitions and Meaning of close-barred in English
close-barred (a.)
Firmly barred or closed.
FAQs About the word close-barred
Κλειστό
Firmly barred or closed.
No synonyms found.
No antonyms found.
close-banded => Στενόζωνος, close up => κοντινό πλάνο, close together => κοντά ο ένας στον άλλο, close to the wind => κοντά στον άνεμο, close to => κοντά στο,