Greek Meaning of circumcursation
κυκλοφορία
Other Greek words related to κυκλοφορία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of circumcursation
- circumdenudation => περιφερειακή απογύμνωση
- circumduce => περιστρέφω
- circumduct => περιάγειν
- circumduction => κυκλοφορική κίνηση
- circumesophagal => Περιφερειακά του οισοφάγου
- circumesophageal => περιφραγματικός
- circumfer => περίμετρος
- circumference => περίμετρος
- circumferent => περίμετρος
- circumferential => περιφερικός
Definitions and Meaning of circumcursation in English
circumcursation (n.)
The act of running about; also, rambling language.
FAQs About the word circumcursation
κυκλοφορία
The act of running about; also, rambling language.
No synonyms found.
No antonyms found.
circumclusion => περιχαράκωση, circumcision => Περιτομή, circumcising => περιτομή, circumciser => Περιτομήτης, circumcised => περιτμημένος,