Greek Meaning of chronological record
χρονολογικό αρχείο
Other Greek words related to χρονολογικό αρχείο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of chronological record
- chronological age => χρονολογικη ηλικια
- chronological => χρονολογικός
- chronologic => χρονολογικός
- chronologer => χρονογράφος
- chronography => χρονογραφία
- chronographic => χρονογραφικός
- chronographer => Χρονογράφος
- chronograph => Χρονογράφος
- chronogrammatist => Χρονογραμμογράφος
- chronogrammatical => Χρονογράμματος
- chronological sequence => χρονολογική σειρά
- chronological succession => χρονολογική διαδοχή
- chronologically => χρονολογικά
- chronologies => Χρονολογίες
- chronologise => χρονολογικός
- chronologist => Χρονολόγος
- chronologize => Χρονολογώ
- chronology => χρονολογία
- chronometer => Χρονόμετρο
- chronometric => χρονόμετρο
Definitions and Meaning of chronological record in English
chronological record (n)
a chronological account of events in successive years
FAQs About the word chronological record
χρονολογικό αρχείο
a chronological account of events in successive years
No synonyms found.
No antonyms found.
chronological age => χρονολογικη ηλικια, chronological => χρονολογικός, chronologic => χρονολογικός, chronologer => χρονογράφος, chronography => χρονογραφία,