Greek Meaning of chloroprene
Χλωροπρένιο
Other Greek words related to Χλωροπρένιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of chloroprene
- chloroplatinic => Χλωροπλατινική
- chloroplastid => Χλωροπλάστης
- chloroplast => Χλωροπλάστης
- chloropicrin => Χλωροπικρίνη
- chlorophyte => Χλωρόφυτο
- chlorophyta => Χλωρόφυτα
- chlorophyllum molybdites => Chlorophyllum molybdites
- chlorophyllous => χλωροφυλλικός
- chlorophyllose => Χλωροφύλλη
- chlorophyll d => Χλωροφύλλη d
- chloroquine => Χλωροκίνη
- chlorosis => χλώρωση
- chlorothiazide => χλωροθειαζίδη
- chlorotic => Χλωριωτικός
- chlorous => Χλωριώδης
- chlorous acid => Υποχλωριώδες οξύ
- chloroxylon => Χλωροξύλον
- chloroxylon swietenia => Χλωροξύλωναν η σβιετένια
- chlorpheniramine maleate => Μαλέατος χλωρφαινιραμίνης
- chlorpicrin => Χλωροπικρίνη
Definitions and Meaning of chloroprene in English
chloroprene (n)
derivative of butadiene used in making neoprene by polymerization
FAQs About the word chloroprene
Χλωροπρένιο
derivative of butadiene used in making neoprene by polymerization
No synonyms found.
No antonyms found.
chloroplatinic => Χλωροπλατινική, chloroplastid => Χλωροπλάστης, chloroplast => Χλωροπλάστης, chloropicrin => Χλωροπικρίνη, chlorophyte => Χλωρόφυτο,