FAQs About the word chested

φαρδιοστέρνος

of Chest, Having (such) a chest; -- in composition; as, broad-chested; narrow-chested.

No synonyms found.

No antonyms found.

chest voice => Στήθος φωνή, chest tone => Στήθος φωνή, chest register => Στήθος μητρώου, chest protector => Προστατευτικό στήθους, chest pain => Πόνος στο στήθος,