Greek Meaning of chessom
σκακιστικό πιόνι
Other Greek words related to σκακιστικό πιόνι
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of chessom
- chesstree => δέντρο σκακιού
- chessy copper => Χάλκινος πανηλιθιωτισμός
- chest => Στήθος
- chest cavity => Θωρακική κοιλότητα
- chest founder => Ιδρυτής στήθους
- chest of drawers => Συρταριέρα
- chest pain => Πόνος στο στήθος
- chest protector => Προστατευτικό στήθους
- chest register => Στήθος μητρώου
- chest tone => Στήθος φωνή
Definitions and Meaning of chessom in English
chessom (n.)
Mellow earth; mold.
FAQs About the word chessom
σκακιστικό πιόνι
Mellow earth; mold.
No synonyms found.
No antonyms found.
chessmen => Σκακιστικά πιόνια, chessman => Σκακιστικό κομμάτι, chesses => σκάκι, chessel => Τσέσελ, chessboard => Σκακιέρα,