Greek Meaning of chemosorptive
χημεισορπτικός
Other Greek words related to χημεισορπτικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of chemosorptive
- chemosorption => Χημειοπρόσροφηση
- chemosmotic => χημειωσμωτικός
- chemosmosis => χημειοώσμωση
- chemosis => Χημώση
- chemoreceptor => χημειοϋποδοχέας
- chemoreceptive => χημειοϋποδοχέας
- chemolysis => χημόλυση
- chemoimmunology => Χημειοανοσολογία
- chemnitzer concertina => κονσέρτινα Chemnitzer
- chemnitz => Κέμνιτς
- chemosurgery => Χημειοχειρουργική
- chemosynthesis => Χημειοσύνθεση
- chemotaxis => χημειοταξία
- chemotherapeutic => χημειοθεραπευτικό
- chemotherapeutical => χημειοθεραπευτικό
- chemotherapy => χημειοθεραπεία
- chemulpo => Τσεμούλπο
- chemung period => Περίοδος Chemung
- chen => Τσεν
- chen caerulescens => Πρασινοκέφαλη πάπια
Definitions and Meaning of chemosorptive in English
chemosorptive (s)
having the capacity to adsorb by chemical as contrasted with physical forces
FAQs About the word chemosorptive
χημεισορπτικός
having the capacity to adsorb by chemical as contrasted with physical forces
No synonyms found.
No antonyms found.
chemosorption => Χημειοπρόσροφηση, chemosmotic => χημειωσμωτικός, chemosmosis => χημειοώσμωση, chemosis => Χημώση, chemoreceptor => χημειοϋποδοχέας,