FAQs About the word cephalo

κεφαλόποδα

A combining form denoting the head, of the head, connected with the head; as, cephalosome, cephalopod.

No synonyms found.

No antonyms found.

cephalization => Κεφαλαιοποίηση, cephalitis => εγκεφαλίτιδα, cephalism => εγκεφαλισμός, cephalic vein => Κεφαλική φλέβα, cephalic index => κεφαλικός δείκτης,