Greek Meaning of ceinture
ζώνη
Other Greek words related to ζώνη
Nearest Words of ceinture
- celadon => σελαδόν
- celandine => Χελιδώνιο
- celandine poppy => Χελιδώνιο
- celastraceae => Κελαστρiιδae
- celastric articulatus => Κελάστρος ο αρθρωτός
- celastrus => Κελάστρος
- celastrus orbiculatus => Κελαστρος ο σφαιρικος
- celastrus scandens => Αγριοκισσός ο αναρριχώμενος
- celature => σκάλισμα
- celebes => Σουλαουέζι
Definitions and Meaning of ceinture in English
ceinture (n.)
A cincture, girdle, or belt; -- chiefly used in English as a dressmaking term.
FAQs About the word ceinture
ζώνη
A cincture, girdle, or belt; -- chiefly used in English as a dressmaking term.
ζώνη,ζώνη,ζώνη,κορδέλα,κορδέλα,σατέν ζώνη σμόκιν,ζωνάρι,ζώνη ασφαλείας,Μέση,ζωστήρ
No antonyms found.
ceint => ζώνη, ceilinged => με ταβάνι, ceiling => οροφή (orof̱í), ceilidh => γλέντι, ceiled => οροφή,